ἐνδεδυμένοι

ἐνδεδυμένοι
ἐνδύω
go into
perf part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • облеченыи — (30) прич. страд. прош. к облечи2 ( щи). 1.В 1 знач.: и тѹ постриженѣ ѥи быти. и въ мьнишьскѹю одежю облеченѣ ѥи быти. ЖФП XII, 33б; ѥдиного же ѹвидѣ [стрелка] вышьша инѣхъ и въ цр(с)кы˫а брънѧ ѡблечена (καϑωπισμένоν) ГА XIII–XIV, 130г; повѣлѣ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • обълченъ — (43) прич. страд. прош. 1. Прич. страд. прош. к облечи в 1 знач.: въ ѥдино же врѣтище бѧше обълъченъ бл҃женыи. и не измѣноваше ѥго. дондеже бы лѣ(т) сконьчалосѧ. (περιεβολετο) СбТр XII/XIII, 40 об.; въ ѡдежи бо, ѿ сребра створена, ѡболченъ и на… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… …   Dictionary of Greek

  • οστιάριος — Τίτλος εκκλησιαστικός που καθιερώθηκε στο Βυζάντιο. Συνήθως δίδεται σε ψάλτες και αναγνώστες, ορισμένες όμως φορές και σε ιερείς. Μεταξύ των καθηκόντων του ο. ήταν η απαγόρευση εισόδου στην εκκλησία ατόμων που δεν ήταν ευπρεπώς ενδεδυμένοι ή που… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”